- υμός
- -ή, -όν, και αιολ. τ. ὔμμος, -α, -ον, Α1. υμέτερος, δικός σας2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε)- τού ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑμός — ὑ̱μός , ὑμός your masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
ὑμά — ὑ̱μά , ὑμός your neut nom/voc/acc pl (epic doric) ὑ̱μά̱ , ὑμός your fem nom/voc/acc dual (epic doric) ὑ̱μά̱ , ὑμός your fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑμόν — ἐμόν , ἐμός mine masc acc sg ἐμόν , ἐμός mine neut nom/voc/acc sg ὑ̱μόν , ὑμός your masc acc sg (epic doric) ὑ̱μόν , ὑμός your neut nom/voc/acc sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμῶν — σύ thou gen 2nd pl ὑ̱μῶν , ὑμός your fem gen pl (epic doric) ὑ̱μῶν , ὑμός your masc/neut gen pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμόν — ὑ̱μόν , ὑμός your masc acc sg (epic doric) ὑ̱μόν , ὑμός your neut nom/voc/acc sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИППОКРАТ — ГИППОКРАТ (Ἱπποκράτης) Косский (460, о. Кос ок. 377 до н. э., Лариса, Фессалия), др. греч. врач, один из основоположников научного подхода к болезням человека и их лечению, указывал на необходимость изучения широкого круга дисциплин для… … Античная философия
ALAZIA — oppidi nomen. Strabo l. 12. Apud quem sic Hecataeus: Ε᾿πὶ δ᾿ Α᾿λαζία πόλει ποταμὸς ὁ Π῾ῦμος ῥέων διὰ Μυγδόνης πεςίου ἀπὸ δύσεως εν τῆς Δατκυλίτιδος ἐς Π῾υνδ`ακὸν ἐσβαλλει, ἔρνμον δἐ εἴναι νῦν τῦν Α᾿λαζίαν λέγει. Nic. Lloidius … Hofmann J. Lexicon universale
ουμός — (I) οὐμός, ή, όν (Α) (βοιωτ. τ.) βλ. ὑμος. (II) οὑμός, ή, όν (Α) αττ. κράση αντί ὁ ἐμός («πατήρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ύμμος — α, ον, Α (αιολ. τ.) βλ. ὑμός … Dictionary of Greek